ανορθογραφία

ανορθογραφία
η
1. ορθογραφικό σφάλμα
2. η ιδιότητα ή το ελάττωμα του ανορθόγραφου
3. μτφ. δυσαρμονία, παρατυπία, ασχήμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. ανορθόγραφος. Η λ. στον πληθ. ανορθογραφίαι, αι μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανορθογραφία — η ορθογραφικό λάθος, γράψιμο των λέξεων όχι σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής: Το γραπτό του ήταν γεμάτο ανορθογραφίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ανορθογράφημα — το η ανορθογραφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”